Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἵημι   ἵεμαι 
Παρατατικός  ἵην   ἱέμην 
Μέλλοντας  ἥσω   ἥσομαι & ἑθήσομαι 
Αόριστος  ἧκα   ἡκάμην & εἵμην & εἵθην 
Παρακείμενος  εἷκα   εἷμαι 
Υπερσυντέλικος  εἵκειν   εἵμην 
Συντελ.Μέλλ.  -   - 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἵημι, ήδη μυκηναϊκή 𐀂𐀋𐀵 (i-je-to, ἵετο) < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *yiyēmi (με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ye-. Συγγενή: λατινική iacio, γαλλική jeter, ιταλική gettare. [1]

ἵημι (μεταβατικό του εἶμι)

  1. θέτω σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί
  2. στέλνω, αποστέλλω
  3. εκπέμπω
  4. εκβάλλω
  5. προφέρω, εκστομίζω
  6. ρίχνω
  7. (για υγρό) χύνω, αφήνω να τρέξει
  8. τοποθετώ, θέτω
  9. (μέσο) ωθούμαι
  10. (μέσο) επιθυμώ, ποθώ, λαχταρώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άνεση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.