Ετυμολογία

επεξεργασία

εκστομίζω, αόρ.: εκστόμισα, παθ.φωνή: εκστομίζομαι, π.αόρ.: εκστομίστηκα

  1. (λόγιο) ξεστομίζω
  2. (τεχνολογικός όρος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    1. σπάω το στόμιο ή το στόμα αντικειμένου
    2. αφαιρώ συνειδητά το στόμιο από κάτι (π.χ. λόγω ανασχεδιασμού)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία