Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκστομίζω < εκ- στόμ(α) + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική ξεστομίζω) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.stoˈmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐στο‐μί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

εκστομίζω, αόρ.: εκστόμισα, παθ.φωνή: εκστομίζομαι, π.αόρ.: εκστομίστηκα

  1. (λόγιο) ξεστομίζω
  2. (τεχνολογικός όρος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    1. σπάω το στόμιο ή το στόμα αντικειμένου
    2. αφαιρώ συνειδητά το στόμιο από κάτι (π.χ. λόγω ανασχεδιασμού)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία