εκστόμιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκστόμιση | οι | εκστομίσεις |
γενική | της | εκστόμισης* | των | εκστομίσεων |
αιτιατική | την | εκστόμιση | τις | εκστομίσεις |
κλητική | εκστόμιση | εκστομίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκστομίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκστόμιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκστομίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκστόμιση
|