στόμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στόμιο | τα | στόμια |
γενική | του | στομίου & στόμιου |
των | στομίων |
αιτιατική | το | στόμιο | τα | στόμια |
κλητική | στόμιο | στόμια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στόμιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στόμιον (< αρχαία ελληνική στόμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστόμιο ουδέτερο
- (λόγιο) άνοιγμα που αποτελεί την είσοδο ή την έξοδο ενός αντικειμένου ή μιας γεωγραφικής περιοχής
- (ανατομία) οπή σε ένα όργανο του ανθρώπινου σώματος
- (μουσική) το πεπλατυσμένο άκρο των πνευστών μουσικών οργάνων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στόμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία στόμιο
|
Πηγές
επεξεργασία- στόμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στόμιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)