bouche
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbouche (fr)
- η στόμα
- (κατ’ επέκταση) αυτός που τρώει, το στόμα
- j'ai quatre bouches à nourrir - έχω τέσσερα στόματα να θρέψω
- το στόμιο
- bouche d'aération - στόμιο αερισμού
- η μπούκα
Εκφράσεις
επεξεργασία- avoir bouche à cour: τρώω χάρη στα έξοδα του βασιλιά (έκφραση που υπήρχε στις Βερσαλλίες)