Προφορά

επεξεργασία
 
ΔΦΑ : /buʃ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bouche (fr)

  1. η στόμα
  2. (κατ’ επέκταση) αυτός που τρώει, το στόμα
    j'ai quatre bouches à nourrir - έχω τέσσερα στόματα να θρέψω
  3. το στόμιο
    bouche d'aération - στόμιο αερισμού
  4. η μπούκα

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • avoir bouche à cour: τρώω χάρη στα έξοδα του βασιλιά (έκφραση που υπήρχε στις Βερσαλλίες)