μπούκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπούκα | οι | μπούκες |
γενική | της | μπούκας | — | |
αιτιατική | την | μπούκα | τις | μπούκες |
κλητική | μπούκα | μπούκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπούκα < μεσαιωνική ελληνική μπούκα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπούκα θηλυκό
- (όπλα) το στόμιο, η οπή και το άνοιγμα, το άκρο της κάννης
- (παρωχημένο) σήραγγα
- ανοίξανε μπούκα στο πηγάδι
- δουλεύει στις μπούκες του Λαυρίου
- (λαϊκότροπο) η εκβολή ενός ποταμού
- (αργκό) το στόμιο ή το κύριο άνοιγμα χώρου ο οποίος ανήκει σε άτομα με τα οποία έχουμε αντιθέσεις
- (αργκό) η έφοδος, η ξαφνική και συχνά βίαιη είσοδος σε χώρο που, συνήθως, ανήκει σε αντίπαλους ή παράνομους, το μπουκάρισμα
- (ναυτική) η είσοδος και έξοδος ενός λιμανιού
- με κεφαλαίο, τοπωνύμιο
Εκφράσεις
επεξεργασία- κάνω μπούκα: μπουκάρω
- στην μπούκα (του κανονιού):
- τον έχω στη μπούκα : τον μισώ, του την έχω στημένη, περιμένω αφορμή για να τον βλάψω ή να τον εκδικηθώ, τον έχω στο μάτι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπούκα
|
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπούκα ( & μπούκκα & βούκκα & βουκιά & βούκιον & βουκία)
- η μπουκιά, η ελάχιστη ποσότητα τροφής που βάζει κάποιος στο στόμα του
- πιθανώς τα μάγουλα (αναφέρονται ως βούκκες)
- η είσοδος λιμανιού ή όρμου
- το πλάτος ενός πλοίου περίπου στη μέση (πιθανόν για να εκτιμάται ο χώρος που καταλαμβάνει ελλιμενιζόμενο και αγγυροβολημένο ή γενικά για να εκτιμάται το μέγεθος και η χωρητικότητά του)