μπουκιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπουκιά | οι | μπουκιές |
γενική | της | μπουκιάς | των | μπουκιών |
αιτιατική | την | μπουκιά | τις | μπουκιές |
κλητική | μπουκιά | μπουκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπουκιά < μπούκα + -ιά < βενετική buca (στόμιο, άνοιγμα) & boca (στόμα) < λατινική bucca (μάγουλο) < κελτικά. Δείτε και τη μεσαιωνική βουκιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουκιά θηλυκό (& βουκιά)
- μέρος τροφής που αντιστοιχεί στη χωρητικότητα του στόματος και που καταπίνουμε μονομιάς
- (μεταφορικά) πολύ μικρή ποσότητα
- ※ Παιδιά δεν είχε, σκυλιά δεν είχε, μια μπουκιά φαΐ έτρωγε. (Λεία Χατζοπούλου-Καραβία, Οι συννυφάδες)
- (μεταφορικά) μικρόσωμος
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- με την μπουκιά στο στόμα: δείχνει μεγάλη βιασύνη
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες
- μια μπουκιά άνθρωπος
- μπουκιά και συχώριο: λέγεται για κάτι πάρα πολύ νόστιμο ή θελκτικό (συχώριο διότι α: το ωραίο φαγητό ελαττώνει τους ψυχικούς πόνους του καλοφαγά όμως όσο τρώει, εναλλακτικά β: διότι απ' το ωραίο φαγητό τρως πολύ κι αυτό με στατιστικά δεδομένα επιβαρύνει την υγεία και μειώνει την διάρκεια ζωής[1])