μονομιάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- από τη φράση μόνο μιας < με μιας (με τη μία)
Επίρρημα
επεξεργασίαμονομιάς (τροπικό)
- η ατμόσφαιρα άλλαξε μονομιάς
- με μια κίνηση
- τα κατέστρεψε όλα μονομιάς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονομιάς
|