Ετυμολογία

επεξεργασία
  • από τη φράση μόνο μιας < με μιας (με τη μία)

  Επίρρημα

επεξεργασία

μονομιάς (τροπικό)

η ατμόσφαιρα άλλαξε μονομιάς
  • με μια κίνηση
τα κατέστρεψε όλα μονομιάς

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία