bite
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bite | bites |
bite (en)
- (μετρήσιμο) το δάγκωμα, η δαγκωματιά, η ενέργεια του δαγκώνω
- ⮡ a bite from a snake - ένα δάγκωμα από φίδι
- (μετρήσιμο) η δαγκωνιά, η δαγκωματιά, η μπουκιά, ένα μικρό κομμάτι φαγητού που μπορώ να δαγκώσω
- ⮡ Give me a little bite too.
- Δώσε μου και μένα μια δαγκωνιά.
- ⮡ Give me a bite of your apple.
- Δώσε μου μια δαγκωματιά από το μήλο σου.
- ⮡ I haven’t had a bite since the morning.
- Δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου από το πρωί.
- ⮡ Give me a little bite too.
- (μόνο στον ενικό, ανεπίσημο) σύντομο γεύμα
- (μετρήσιμο) η δαγκωματιά, η δαγκωνιά, το τσίμπημα, τραύμα ή ίχνος που δημιουργήθηκε από δάγκωμα
- ⮡ mosquito bites - δαγκωματιές/τσιμπήματα από κουνούπια
- ⮡ The bread had a bite in it.
- Tο ψωμί είχε μια δαγκωματιά.
- ⮡ His body was full of bites.
- Το κορμί του ήταν γεμάτο δαγκωνιές.
- ⮡ His legs are full of mosquito bites.
- Tα πόδια του είναι γεμάτα τσιμπήματα από τα κουνούπια.
Παράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | bite |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bites |
αόριστος | bit |
παθητική μετοχή | bitten, bit |
ενεργητική μετοχή | biting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
bite (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) δαγκώνω, χρησιμοποιώ τα δόντια μου για να κόψω κάτι
- ⮡ The child bit (into) the apple.
- Το παιδί δάγκωσε το μήλο.
- ⮡ Your dog bit my leg./Your dog bit me on the leg.
- Ο σκύλος σου με δάγκωσε στο πόδι.
- ⮡ He bit the hand that fed him.
- Δάγκωσε το χέρι που τον έτρεφε.
- ⮡ The child bit (into) the apple.
- (μεταβατικό) δαγκώνω, χρησιμοποιώ τα δόντια μου για να κρατήσω κάτι, χωρίς την πρόθεση να το κόψω
- ⮡ I am biting the pencil.
- Δαγκώνω το μολύβι.
- ⮡ I am biting the pencil.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) δαγκώνω, τσιμπάω, ένα έντομο ή ένα φίδι τραυματίζει κάποιον με μια μικρή τρύπα στο δέρμα του
- ⮡ The mosquitoes/the snakes bite.
- Τα κουνούπια/τα φίδια δαγκώνουν.
- ⮡ If you are bitten by mosquitos or fleas…
- Αν σε τσιμπήσουν κουνούπια ή ψύλλοι…
- ⮡ The mosquitoes/the snakes bite.
- (αμετάβατο) τσιμπάω ένα δόλωμα, για ψάρια
- ⮡ The fish was biting (at) the bait.
- Το ψάρι τσιμπούσε το δόλωμα.
- ⮡ The fish was biting (at) the bait.
- (αμετάβατο) τσιμπάω, μεταφορικά, δέχομαι μια προσφορά
- ⮡ I think he’ll bite at our offer.
- Νομίζω ότι τσιμπάει προσφορά μας.
- ⮡ I think he’ll bite at our offer.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- bite (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- bite (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 205, 574, 901, 901-902. ISBN 9780194325684., λήμμα: δάγκωμα, δαγκωνιά, δαγκώνω, μπουκιά, τσίμπημα, τσιμπώ
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bite | bites |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbite (fr) θηλυκό
- (χυδαίο) η τσουτσούνα, το καυλί
Λετονικά (lv)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbite (lv)