Δείτε επίσης: μελισσά, Μελισσά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μέλισσα οι μέλισσες
      γενική της μέλισσας των μελισσών
    αιτιατική τη μέλισσα τις μέλισσες
     κλητική μέλισσα μέλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Mέλισσα που τρυγά.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μέλισσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλισσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μέλισσα θηλυκό

  1. (έντομο) (Apis melifera) υμενόπτερο έντομο με δηλητηριώδες κεντρί. Ζει σε κοινωνίες κι εκτρέφεται για το μέλι και το κερί που παράγει
    ⮡  σμάρι από μέλισσες, κυψέλη μελισσών
    ⮡  Οι εργάτριες, οι κηφήνες και η βασίλισσα απαρτίζουν την κοινωνία των μελισσών.
  2. (φυτό) πολυετές ποώδες φυτό με μορφή θάμνου
     συνώνυμα: μελισσοβότανο, μελισσόχορτο
  3. ομαδικό παιχνίδι κυρίως για κορίτσια που συνοδεύεται από ένα τραγούδι για τη μέλισσα
    ⮡  περνά, περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα....

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μέλισσ αἱ μέλισσαι
      γενική τῆς μελίσσης τῶν μελισσῶν
      δοτική τῇ μελίσσ ταῖς μελίσσαις
    αιτιατική τὴν μέλισσᾰν τὰς μελίσσᾱς
     κλητική ! μέλισσ μέλισσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μελίσσ
γεν-δοτ τοῖν  μελίσσαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μέλισσα < μελιτ- (< μέλι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μέλισσα και μέλιττα θηλυκό

  1. (έντομο) η μέλισσα
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 305 (303-306)
    τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες ὅς κεν ἀεργὸς | ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν, | οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ | ἔσθοντες·
    Οργίζονται οι θεοί και οι άνθρωποι μ᾽ αυτόν που άεργος ζει, | όμοιος στο ήθος με τους χωρίς κεντρί κηφήνες, | που άεργοι των μελισσών τον κάματο καταναλώνουν τρώγοντας.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 594 (594-595)
    ὡς δ᾽ ὁπότ᾽ ἐν σμήνεσσι κατηρεφέεσσι μέλισσαι | κηφῆνας βόσκωσι, κακῶν ξυνήονας ἔργων·
    Όμοια όπως οι μέλισσες στις σκεπαστές κυψέλες | τους κηφήνες τρέφουνε, που είναι συνεργάτες στα έργα τα κακά.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 194.1
    τούτων δὲ Γύζαντες ἔχονται, ἐν τοῖσι μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλέον λέγεται δημιοργοὺς ἄνδρας ποιέειν.
    Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς έρχονται οι Γύζαντες, που στη χώρα τους πολύ μέλι δίνουν οι μέλισσες, πολύ περισσότερο όμως λένε ότι κάνουν οι άνθρωποι που ξέρουν να το δουλεύουν.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 227 [80 N.]-@scaife.perseus
    οἱ φειδωλοὶ τὸν τῆς μελίσσης οἶτον ἔχουσιν ἐργαζόμενοι ὡς ἀεὶ βιωσόμενοι.
  2. ιέρεια των Δελφών της Δήμητρος, της Αρτέμιδος και της Κυβέλης

Συγγενικά

επεξεργασία