μέλισσα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μέλισσα | οι | μέλισσες |
γενική | της | μέλισσας | των | μελισσών |
αιτιατική | τη | μέλισσα | τις | μέλισσες |
κλητική | μέλισσα | μέλισσες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μέλισσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλισσα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μέλισσα θηλυκό
- (έντομο) (Apis melifera) υμενόπτερο έντομο με δηλητηριώδες κεντρί. Ζει σε κοινωνίες κι εκτρέφεται για το μέλι και το κερί που παράγει
- ↪ σμάρι από μέλισσες, κυψέλη μελισσών
- ↪ Οι εργάτριες, οι κηφήνες και η βασίλισσα απαρτίζουν την κοινωνία των μελισσών.
- (φυτό) πολυετές ποώδες φυτό με μορφή θάμνου
- ομαδικό παιχνίδι κυρίως για κορίτσια που συνοδεύεται από ένα τραγούδι για τη μέλισσα
- ↪ περνά, περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα....
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μέλισσα στη Βικιπαίδεια
- σφήκα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
έντομο
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μέλισσᾰ | αἱ | μέλισσαι |
γενική | τῆς | μελίσσης | τῶν | μελισσῶν |
δοτική | τῇ | μελίσσῃ | ταῖς | μελίσσαις |
αιτιατική | τὴν | μέλισσᾰν | τὰς | μελίσσᾱς |
κλητική ὦ! | μέλισσᾰ | μέλισσαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μελίσσᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μελίσσαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μέλισσα < μελιτ- (< μέλι)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μέλισσα και μέλιττα θηλυκό
ΠηγέςΕπεξεργασία
- μέλισσα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέλισσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.