Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μέλισσα οι μέλισσες
      γενική της μέλισσας των μελισσών
    αιτιατική τη μέλισσα τις μέλισσες
     κλητική μέλισσα μέλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Mέλισσα που τρυγά.

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μέλισσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλισσα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μέλισσα θηλυκό

  1. (έντομο) (Apis melifera) υμενόπτερο έντομο με δηλητηριώδες κεντρί. Ζει σε κοινωνίες κι εκτρέφεται για το μέλι και το κερί που παράγει
    σμάρι από μέλισσες, κυψέλη μελισσών
    Οι εργάτριες, οι κηφήνες και η βασίλισσα απαρτίζουν την κοινωνία των μελισσών.
  2. (φυτό) πολυετές ποώδες φυτό με μορφή θάμνου
     συνώνυμα: μελισσοβότανο, μελίσσοχορτο
  3. ομαδικό παιχνίδι κυρίως για κορίτσια που συνοδεύεται από ένα τραγούδι για τη μέλισσα
    περνά, περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα....

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μέλισσ αἱ μέλισσαι
      γενική τῆς μελίσσης τῶν μελισσῶν
      δοτική τῇ μελίσσ ταῖς μελίσσαις
    αιτιατική τὴν μέλισσᾰν τὰς μελίσσᾱς
     κλητική ! μέλισσ μέλισσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μελίσσ
γεν-δοτ τοῖν  μελίσσαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μέλισσα < μελιτ- (< μέλι)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μέλισσα και μέλιττα θηλυκό

  ΠηγέςΕπεξεργασία