Δείτε επίσης: Κατηγορία:Οσσετική γλώσσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα οσσετικά
      γενική των οσσετικών
    αιτιατική τα οσσετικά
     κλητική οσσετικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οσσετικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • κωδικός γλώσσας: os

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία