Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μελισσοτρόφος οι μελισσοτρόφοι
      γενική του/της μελισσοτρόφου των μελισσοτρόφων
    αιτιατική τον/τη μελισσοτρόφο τους/τις μελισσοτρόφους
     κλητική μελισσοτρόφε μελισσοτρόφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελισσοτρόφος < αρχαία ελληνική μελισσοτρόφος (χαρακτηρισμός για χώρα).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μελισσο- + -τρόφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.li.soˈtɾo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λισ‐σο‐τρό‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελισσοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μέλισσα, μέλι και τρέφω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία