Δείτε επίσης: -τροφος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η -τρόφος οι -τρόφοι
      γενική του/της -τρόφου των -τρόφων
    αιτιατική τον/τη(ν) -τρόφο τους/τις -τρόφους
     κλητική -τρόφε -τρόφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

-τρόφος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • -τρόφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)