μέλι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέλι | τα | μέλια |
γενική | του | μελιού & μέλιτος |
των | μελιών |
αιτιατική | το | μέλι | τα | μέλια |
κλητική | μέλι | μέλια | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού, λόγιος, στην έκφραση «ο μήνας του μέλιτος». | ||||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μέλι < αρχαία ελληνική μέλι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mélid / *mélit
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μέλι ουδέτερο
- (γαστρονομία) ημίρρευστη σακχαρούχα ουσία, την οποία παράγουν οι μέλισσες, συνθέτοντάς την από τον χυμό που μαζεύουν από τα άνθη και τα φύλλα των φυτών
- (μεταφορικά) άτομο που είναι πολύ "γλυκό" στους τρόπους ή στην εμφάνιση
- (μεταφορικά) ευχάριστο άτομο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- έμαθε η γριά στο μέλι (,σώνει και καλά το θέλει): όταν κάποιος καλομαθαίνει, συνήθως σε κάτι που είναι πιο εύκολο
Επεξεργασία
- μελάκι
- μελάτος
- μελένιος
- μελάς
- μελής
- μέλισσα
- μελισσάκι
- μελίσσι
- μελισσόπουλο
- μελισσούλα
- μελίτωμα
- μελιτώνω
- Μελίτων
- μέλωμα
- μελώνω
- → δείτε τη λέξη Μάλτα
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μέλι στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μέλι
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μέλι < {{ετυμ ine-pro|GRC} *mélid / *mélit (μέλι)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μέλι ουδέτερο