Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέλι τα μέλια
      γενική του μελιού
μέλιτος
των μελιών
    αιτιατική το μέλι τα μέλια
     κλητική μέλι μέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού,
λόγιος, στην έκφραση «ο μήνας του μέλιτος».
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μέλι και μια φέτα ψωμί

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μέλι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλι

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈme.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐λι
ομόηχο: μέλει, μέλλει, μέλη

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μέλι ουδέτερο

  1. (τρόφιμο) ημίρρευστη σακχαρούχα ουσία, την οποία παράγουν οι μέλισσες, συνθέτοντάς την από τον χυμό που μαζεύουν από τα άνθη και τα φύλλα των φυτών
  2. (μεταφορικά) άτομο που είναι πολύ γλυκό στους τρόπους ή στην εμφάνιση
  3. (μεταφορικά) ευχάριστο άτομο ή πράγμα

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία


  ΠηγέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μέλι < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mélid / *mélit (μέλι)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μέλι, -ιτος ουδέτερο

  1. (τρόφιμο) το μέλι
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 31.1
    ἐν τῇ ἄνδρες δημιοργοὶ μέλι ἐκ μυρίκης τε καὶ πυροῦ ποιεῦσι,
    όπου ειδικοί τεχνίτες παράγουν μέλι από αρμυρίκι και σιτάρι
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Σφήκες, 878 @scaife.perseus
    ἀντὶ σιραίου μέλιτος μικρὸν τῷ θυμιδίῳ παραμείξας·
  2. γλυκό ρετσίνι διάφορων δέντρων και ειδικότερα της μελιάς
  3. (γαστρονομία) βρασμένο γλυκό ζουμί από φοίνικες

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία