Δείτε επίσης: Μελάς, Μελᾶς, μέλας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μελάς οι μελάδες
      γενική του μελά των μελάδων
    αιτιατική τον μελά τους μελάδες
     κλητική μελά μελάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελάς < μέλ(ι) + -άς[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /meˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λάς
τονικό παρώνυμο: μέλας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μελάς αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία