Ετυμολογία

επεξεργασία
εμπορεύομαι < λείπει η ετυμολογία

εμπορεύομαι

  1. αγοράζω και πουλώ κάτι, για να κερδίσω
  2. (μεταφορικά) εκμεταλλεύομαι κάτι για χρηματισμό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία