Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμπορεύομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμπορεύομαι
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασία
εμπορεύομαι
αγοράζω και πουλώ κάτι, για να κερδίσω
(
μεταφορικά
) εκμεταλλεύομαι κάτι για χρηματισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμπορεύομαι
αγγλικά
:
trade
(en)
,
merchandise
(en)
γαλλικά
:
commercer
(fr)
εσπεράντο
:
komerci
(eo)