trade
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trade | trades |
trade (en)
- (μη μετρήσιμο) το εμπόριο, η δραστηριότητα της αγοράς και πώλησης ή της ανταλλαγής αγαθών ή υπηρεσιών μεταξύ ανθρώπων ή χωρών
- ↪ Our foreign trade has expanded lately.
- Το εξωτερικό μας εμπόριο έχει επεκταθεί τελευταία.
- ↪ Our foreign trade has expanded lately.
- το εμπόριο, η εμπορία, ένα συγκεκριμένο είδος επιχείρησης
- ↪ the food/tobacco/medicine trade - το εμπόριο τροφίμων/καπνού/φαρμάκων
- ↪ Last year they branched out into the insurance business and the car trade.
- Απλώθηκαν πέρυσι στις ασφάλειες και στην εμπορία αυτοκινήτων.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το επάγγελμα, ειδικά αυτό που περιλαμβάνει τη δουλειά με τα χέρια μου και που απαιτεί ειδική εκπαίδευση και δεξιότητες
- ↪ He’s a tailor by trade.
- Είναι ράφτης το επάγγελμα.
- ↪ He’s a tailor by trade.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | trade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | trades |
αόριστος | traded |
παθητική μετοχή | traded |
ενεργητική μετοχή | trading |
trade (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κάνω εμπόριο, εμπορεύομαι, αγοράζω και πουλάω πράγματα
- ↪ He trades in furs.
- Εμπορεύεται γουναρικά.
- ↪ We trade with all countries.
- Κάνουμε εμπόριο με όλες τις χώρες.
- ↪ He trades in furs.
- (μεταβατικό) ανταλλάσσω κάτι που έχω με κάτι που έχει κάποιος άλλος
- ↪ They trade hides for food.
- Ανταλλάσσουν δέρματα με τρόφιμα.
- ↪ They trade hides for food.
- trade hands: αλλάζω χέρια