Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trade trades

trade (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το εμπόριο, η δραστηριότητα της αγοράς και πώλησης ή της ανταλλαγής αγαθών ή υπηρεσιών μεταξύ ανθρώπων ή χωρών
    Our foreign trade has expanded lately.
    Το εξωτερικό μας εμπόριο έχει επεκταθεί τελευταία.
  2. το εμπόριο, η εμπορία, ένα συγκεκριμένο είδος επιχείρησης
    the food/tobacco/medicine trade - το εμπόριο τροφίμων/καπνού/φαρμάκων
    Last year they branched out into the insurance business and the car trade.
    Απλώθηκαν πέρυσι στις ασφάλειες και στην εμπορία αυτοκινήτων.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το επάγγελμα, ειδικά αυτό που περιλαμβάνει τη δουλειά με τα χέρια μου και που απαιτεί ειδική εκπαίδευση και δεξιότητες
    He’s a tailor by trade.
    Είναι ράφτης το επάγγελμα.
ενεστώτας trade
γ΄ ενικό ενεστώτα trades
αόριστος traded
παθητική μετοχή traded
ενεργητική μετοχή trading

trade (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κάνω εμπόριο, εμπορεύομαι, αγοράζω και πουλάω πράγματα
    He trades in furs.
    Εμπορεύεται γουναρικά.
    We trade with all countries.
    Κάνουμε εμπόριο με όλες τις χώρες.
  2. (μεταβατικό) ανταλλάσσω κάτι που έχω με κάτι που έχει κάποιος άλλος
    They trade hides for food.
    Ανταλλάσσουν δέρματα με τρόφιμα.
  3. trade hands: αλλάζω χέρια

Παράγωγα

επεξεργασία