ενεστώτας trade in
γ΄ ενικό ενεστώτα trades in
αόριστος traded in
παθητική μετοχή traded in
ενεργητική μετοχή trading in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
trade in < → δείτε τις λέξεις trade και in

trade in (en)

  • δίνω κάτι μεταχειρισμένο ως τμήμα της πληρωμής ενός νέου είδους
    ⮡  He traded in his old car for a new model.
    Έδωσε το παλιό του αυτοκίνητου και πήρε καινούριο μοντέλο.