ανταλλάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανταλλάσσω < αρχαία ελληνική ἀνταλλάσσω < ἀντί + ἀλλάσσω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂élyos (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική échanger)
Ρήμα
επεξεργασίαανταλλάσσω (παθητική φωνή: ανταλλάσσομαι)
- παίρνω κάτι από κάποιον άλλον και του δίνω ως αντάλλαγμα κάτι (συνήθως ίσης αξίας ή ομοειδές)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανταλλαγή
- αντάλλαγμα
- ανταλλαγμένος
- ανταλλακτικό
- ανταλλακτικός
- ανταλλάξιμο
- ανταλλάξιμος
- ανταλλασσόμενος
- → δείτε τις λέξεις αντί, αλλάζω και άλλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανταλλάσσω | αντάλλασσα | θα ανταλλάσσω | να ανταλλάσσω | ανταλλάσσοντας | |
β' ενικ. | ανταλλάσσεις | αντάλλασσες | θα ανταλλάσσεις | να ανταλλάσσεις | αντάλλασσε | |
γ' ενικ. | ανταλλάσσει | αντάλλασσε | θα ανταλλάσσει | να ανταλλάσσει | ||
α' πληθ. | ανταλλάσσουμε | ανταλλάσσαμε | θα ανταλλάσσουμε | να ανταλλάσσουμε | ||
β' πληθ. | ανταλλάσσετε | ανταλλάσσατε | θα ανταλλάσσετε | να ανταλλάσσετε | ανταλλάσσετε | |
γ' πληθ. | ανταλλάσσουν(ε) | αντάλλασσαν ανταλλάσσαν(ε) |
θα ανταλλάσσουν(ε) | να ανταλλάσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντάλλαξα | θα ανταλλάξω | να ανταλλάξω | ανταλλάξει | ||
β' ενικ. | αντάλλαξες | θα ανταλλάξεις | να ανταλλάξεις | αντάλλαξε | ||
γ' ενικ. | αντάλλαξε | θα ανταλλάξει | να ανταλλάξει | |||
α' πληθ. | ανταλλάξαμε | θα ανταλλάξουμε | να ανταλλάξουμε | |||
β' πληθ. | ανταλλάξατε | θα ανταλλάξετε | να ανταλλάξετε | ανταλλάξτε | ||
γ' πληθ. | αντάλλαξαν ανταλλάξαν(ε) |
θα ανταλλάξουν(ε) | να ανταλλάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανταλλάξει | είχα ανταλλάξει | θα έχω ανταλλάξει | να έχω ανταλλάξει | ||
β' ενικ. | έχεις ανταλλάξει | είχες ανταλλάξει | θα έχεις ανταλλάξει | να έχεις ανταλλάξει | ||
γ' ενικ. | έχει ανταλλάξει | είχε ανταλλάξει | θα έχει ανταλλάξει | να έχει ανταλλάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανταλλάξει | είχαμε ανταλλάξει | θα έχουμε ανταλλάξει | να έχουμε ανταλλάξει | ||
β' πληθ. | έχετε ανταλλάξει | είχατε ανταλλάξει | θα έχετε ανταλλάξει | να έχετε ανταλλάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανταλλάξει | είχαν ανταλλάξει | θα έχουν ανταλλάξει | να έχουν ανταλλάξει |
|