Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανταλλακτικό τα ανταλλακτικά
      γενική του ανταλλακτικού των ανταλλακτικών
    αιτιατική το ανταλλακτικό τα ανταλλακτικά
     κλητική ανταλλακτικό ανταλλακτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανταλλακτικό < ουδέτερο του ανταλλακτικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανταλλακτικό ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ανταλλακτικό