Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
spare part spare parts

  Ετυμολογία επεξεργασία

spare part < → δείτε τις λέξεις spare και part

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

spare part (en)

  • (συνήθως πληθυντικός) το ανταλλακτικό
    spare parts for cooking appliances - ανταλλακτικά μαγειρικών σκευών

  Πηγές επεξεργασία