spare
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | spare |
συγκριτικός | sparer |
υπερθετικός | sparest |
spare (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | spare |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spares |
αόριστος | spared |
παθητική μετοχή | spared |
ενεργητική μετοχή | sparing |
spare (en)
- έχω, και μου περισσεύει (και με το παραπάνω), κάνω κάτι, όπως χρόνο ή χρήμα, διαθέσιμο σε κάποιον ή για κάτι, ειδικά όταν χρειάζεται προσπάθεια για να το κάνω αυτό
- ⮡ As for olive oil, we have enough to spare.
- Όσο για λάδι, έχουμε, και με το παραπάνω.
- ⮡ As for olive oil, we have enough to spare.
- απαλλάσσω, λείπω, αποτρέπω τον εαυτό μου ή κάποιον άλλο από το να αντέξει μια δυσάρεστη εμπειρία
- ⮡ Please, spare me your wit!
- Σε παρακαλώ απάλλαξέ με από τις εξυπνάδες σου!
- ⮡ A season ticket spares you the trouble of…
- Ένα εισιτήριο διαρκείας σε απαλλάσσει από τη φασαρία να…
- ⮡ Spare me the details.
- Να μου λείπουν οι λεπτομέρειες.
- ⮡ Please, spare me your wit!
- (επίσημο) δείχνω έλεος
Πηγές
επεξεργασία- spare (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- spare (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- spare (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- spare - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 89, 661. ISBN 9780194325684., λήμμα: απαλλάσσω, παραπάνω