Δείτε επίσης: ἀπαλλάσσω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαλλάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαλλάσσω < ἀπό (απ-) + ἀλλάσσω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.paˈla.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐παλ‐λάσ‐σω

απαλλάσσω , πρτ.: απάλλασσα, στ.μέλλ.: θα απαλλάξω, αόρ.: απάλλαξα/απήλλαξα, παθ.φωνή: απαλλάσσομαι, π.αόρ.: απαλλάχτηκα/απαλλάγηκα/απηλλάγην, μτχ.π.π.: απαλλαγμένος

  1. (μεταβατικό) ελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ένα βάρος, υλικό ή ηθικό, γλιτώνω
    ⮡  Απαλλάχτηκα επιτέλους από τη γυναίκα μου. Τώρα θα βασανίζει άλλον!
    ⮡  Απαλλάχτηκα από τα χρέη και βρήκα την ηρεμία μου
  2. εξαιρώ από υποχρέωση
    ⮡  Επιτέλους απαλλάχτηκα. Πήρα την απαλλαγή μου απο το στρατό.
  3. αθωώνω
    ⮡ Απηλλάγη με βούλευμα πλημμελιοδικών.

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητικοί αόριστοι, π.αόρ.: απαλλάχτηκα/απαλλάχθηκα/απαλλάγηκα/απηλλάγην συνήθως στο τρίτο πρόσωπο: απηλλάγη, πληθ.: απηλλάγησαν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία