πλημμελειοδίκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλημμελειοδίκης < πλημμέλει(α) + -ο- + -δίκης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλημμελειοδίκης αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) δικαστής που δικάζει σε πλημμελειοδικείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλημμελειοδίκης
|