εξαιρώ
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξαιρώ < αρχαία ελληνική ἐξαιρῶ
ΡήμαΕπεξεργασία
εξαιρώ, παθητικό εξαιρούμαι
- αφαιρώ, δεν συμπεριλαμβάνω, δεν αντιμετωπίζω με τον ίδιο τρόπο, κάνω μια εξαίρεση για κάποιον ή κάτι λόγω της ιδιαιτερότητάς του