Δείτε επίσης: ἐξαιρῶ, εξαίρω, ἐξαίρω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαιρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαιρῶ, συνηρημένος τύπος του ἐξαιρέω < ἐξ + αἱρέω[1] & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική à l'exception de [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.skeˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξαι‐ρώ
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐αι‐ρώ
τονικό παρώνυμο: εξαίρω

εξαιρώ, -είς..., πρτ.: εξαίρεσα, παθ.φωνή: εξαιρούμαι, μτχ.π.ε.: εξαιρούμενος, π.αόρ.: εξαιρέθηκα, μτχ.π.π.: εξαιρεμένος [3]

  1. αφαιρώ, δεν συμπεριλαμβάνω, δεν αντιμετωπίζω με τον ίδιο τρόπο κάποιον ή κάτι λόγω της διαφοράς του από τα υπόλοιπα ενός συνόλου
    Θα γράψετε όλοι διαγώνισμα· δε θα εξαιρέσω κανέναν.
  2. (συνήθως στο τρίτο παθητικό πρόσωπο) διαφοροποιώ και δεν ακολουθώ ένα κανόνα (όπως στη γραμματική)
    → δείτε εξαιρείται, εξαιρούνται και εκτός από
  3. (νομικός όρος) απαλλάσσω από υποχρέωση ή στερώ δικαίωμα
    εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής τέλους, οι παρακάτω:

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. εξαιρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. εξαιρώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)