εξαιρετικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαιρετικότητα < εξαιρετικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξαιρετικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του εξαιρετικού, το να είναι κάποιος εξαιρετικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαιρετικότητα
|