Πρόθεση

επεξεργασία

except (en)

  • εκτός (από), παρά μόνο
    everyday except Sunday - κάθε μέρα εκτός Κυριακής
    It is good work except a few spelling mistakes.
    Είναι καλή δουλειά εκτός από μερικά ορθογραφικά λάθη.
    I won’t drink anything except a coffee.
    Δε θα πιω τίποτα παρά μόνο καφέ.
     συνώνυμα: except for, → και δείτε τη λέξη besides

Δείτε επίσης

επεξεργασία
ενεστώτας except
γ΄ ενικό ενεστώτα excepts
αόριστος excepted
παθητική μετοχή excepted
ενεργητική μετοχή excepting

except (en)

  • (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή) εξαιρώ
    Nobody is excepted.
    Δεν εξαιρώ κανέναν.
    present company excepted - εξαιρουμένων των παρόντων

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

except (en)

  • (except (that)) εκτός του ότι, εκτός από το ότι, παρά μόνο, μόνο που, χρησιμοποιείται προτού αναφέρω κάτι που κάνει μια δήλωση όχι απολύτως αληθή
    I don’t know anything about him except that he is rich.
    Δεν ξέρω τίποτα γι' αυτόν έκτος του ότι/παρά μόνον είναι πλούσιος.
    I would buy it, except it is too expensive.
    Θα το αγόραζα, μόνο που είναι ακριβό.
    He will help you, except don’t ask him for money.
    Θα σας βοηθήσει, μόνο λεφτά μην του ζητήσετε.
     συνώνυμα:  but και only