Δείτε επίσης: ἐκτὸς, έκτος, ἕκτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκτὸς [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κτός
τονικό παρώνυμο: έκτος

  Επίρρημα επεξεργασία

εκτός και εχτός

  1. έξω από, μακριά από (τοπικό)
    ο κύριος διευθυντής βρίσκεται εκτός Αθηνών.

  Πρόθεση επεξεργασία

εκτός +από/+γενική άκλιτο

  1. εξαιρουμένου +γενική, με εξαίρεση, εξαιρώντας, πέρα +από, πέραν +γενική
    ζήτα του ό,τι θέλεις εκτός από αυτό - εκτός του να βγει στη σύνταξη
     συνώνυμα: εξόν, πέρα, παρεκτός
  2. επιπλέον +από/+γενική, πέρα +από, πέραν +γενική
    εκτός από τη μουσική, τι άλλο σου αρέσει;
     συνώνυμα: εξόν, πέρα, παρεκτός

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία