εκτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκτὸς [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κτός
- τονικό παρώνυμο: έκτος
Επίρρημα
επεξεργασίαεκτός και εχτός
Πρόθεση
επεξεργασία- εξαιρουμένου +γενική, με εξαίρεση, εξαιρώντας, πέρα +από, πέραν +γενική
- επιπλέον +από/+γενική, πέρα +από, πέραν +γενική
Εκφράσεις
επεξεργασία- εκτός αυτού, εκτός των άλλων: κατά τ' άλλα, επιπλέον
- εκτός βεληνεκούς: (μεταφορικά) απρόσιτος, απλησίαστος
- εκτός δράσης: σε αχρηστία, ανίκανος να δράσω/λειτουργήσω, εξουδετερομένος
- εκτός εαυτού: έξαλλος
- εκτός έδρας: μακριά από τον κανονικό τόπο εργασίας/υπηρεσίας
- εκτός έδρας, τα: (συνεκδοχικά) επιπλέον αποζημίωση για την εργασία μακριά από τον κανονικό τόπο εργασίας
- εκτός εμβέλειας: (μεταφορικά) απρόσιτος, απλησίαστος, αδύνατο να προσεγγισθώ/επηρεαστώ
- εκτός θέματος: άσχετος, ασύνδετος
- εκτός λειτουργίας: μη λειτουργικός
- εκτός περιοχής: (μεταφορικά) μακριά από την περιοχή κατοικίας μου
- εκτός πραγματικότητας: δίχως επαφή με την πραγματικότητα, δίχως να αντιλαμβάνομαι πως είναι/λειτουργεί η πραγματικότητα
- εκτός προγράμματος: (μεταφορικά) αναπάντεχος
- εκτός τόπου και χρόνου: (μεταφορικά) δίχως ουσιαστική επαφή με τα τεκταινόμενα/πράγματα, αυτός που λέει/πράττει ασυναρτησίες
- εκτός ύλης: (για κάτι) δεν περιλαμβάνεται
- εκτός υπηρεσίας: (για κάποια συσκευή/μηχάνημα) μη λειτουργικό
- εντός, εκτός κι επί τ' αυτά:
Μεταφράσεις
επεξεργασία τοπικό
εκτός από
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εκτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας