λειτουργικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λειτουργικός < λειτουργία + -ικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.tuɾ.ʝiˈkos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
λειτουργικός
- που αναφέρεται στη λειτουργία
- λειτουργικές δαπάνες
- που από την κατασκευή του ή τη δομή του διευκολύνει τον χρήστη του
- χρειαζόμαστε μια σύγχρονη, λειτουργική και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση
- (λογιστική) λογιστικά γεγονότα (έσοδα, έξοδα, κέρδη, κλπ.) που προκύπτουν από την κύρια δραστηριότητα οικονομικής μονάδας
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- (πληροφορική) λειτουργικό σύστημα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λειτουργικός