Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογιστικό γεγονός < → δείτε τις λέξεις λογιστικός και γεγονός

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

λογιστικό γεγονός

  • (λογιστική) οποιαδήποτε μεταβολή που μπορεί να επηρεάσει την τρέχουσα ή μελλοντική οικονομική κατάσταση μιας οικονομικής μονάδας
    ※  Τα λογιστικά γεγονότα εξειδικεύονται σε κάθε είδους έσοδα, κέρδη, έξοδα, ζημιές, αγορές και πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, εκπτώσεις και επιστροφές, φόρους, τέλη και εισφορές ασφαλιστικών οργανισμών.[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία