Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οικονομική μονάδα < → δείτε τις λέξεις οικονομικός και μονάδα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική economic unit

  Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία

οικονομική μονάδα

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία