τρέχων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρέχων & τρέχοντας |
η | τρέχουσα | το | τρέχον |
γενική | του | τρέχοντος & τρέχοντα |
της | τρέχουσας & τρεχούσης* |
του | τρέχοντος |
αιτιατική | τον | τρέχοντα | την | τρέχουσα | το | τρέχον |
κλητική | τρέχων & τρέχοντα |
τρέχουσα | τρέχον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρέχοντες | οι | τρέχουσες | τα | τρέχοντα |
γενική | των | τρεχόντων | των | τρεχουσών | των | τρεχόντων |
αιτιατική | τους | τρέχοντες | τις | τρέχουσες | τα | τρέχοντα |
κλητική | τρέχοντες | τρέχουσες | τρέχοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρέχων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρέχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος τρέχω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική courant[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈtɾe.xon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρέ‐χων
- ομόηχο: τρέχον
Μετοχή επεξεργασία
τρέχων, -ουσα, -ον
- που τρέχει αυτή τη στιγμή, που υπάρχει ή που διανύουμε σήμερα
- ※ Αν στο τέλος του τρέχοντος έτους οι αγορές των ΗΠΑ και της Ευρώπης κλείσουν με κέρδη για πρώτη φορά μετά το 1999, τότε η τρέχουσα χρονική περίοδος ενδεχομένως να αποδειχθεί ο καταλύτης. Η Γουόλ Στριτ και τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια έχουν σχεδόν φθάσει στα επίπεδα στα οποία ξεκίνησαν το 2003. (εφημερίδα Το Βήμα, 24.11.2008)
- ↪ Το νομοσχέδιο θα υλοποιηθεί μέσα στο τρέχον ακαδημαϊκό έτος.
- που ισχύει την παρούσα χρονική στιγμή
- ↪ Η τρέχουσα τιμή του δολαρίου.
- που έχει σχέση με τις καθημερινές ανάγκες
- ↪ Συζητήθηκαν μόνο τα τρέχοντα θέματα.
- ↪ Ο προϋπολογισμός δεν φαίνεται να καλύπτει ούτε καν τις τρέχουσες ανάγκες.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
- έκτακτος (που δεν έχει σχέση με τις καθημερινές ανάγκες)
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τρέχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρέχων
επεξεργασία
- ↑ τρέχων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
τρέχων, -ουσα, ον