καταλύτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καταλύτης < καταλύω

Ουσιαστικό
επεξεργασία
καταλύτης αρσενικό
- (χημεία) ουσία που αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης, χωρίς να μεταβάλλεται η ίδια
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε συμβάλλει στην επιτάχυνση μιας διεργασίας
- η παραίτηση του βουλευτή λειτούργησε ως καταλύτης των πολιτικών εξελίξεων
- (στο αυτοκίνητο) εξάρτημα των κινητήρων που λειτουργούν με αμόλυβδη βενζίνη· παρεμβάλλεται στην εξάτμιση και μειώνει την τοξικότητα των εκπεμπόμενων καυσαερίων
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
καταλύτης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταλύτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καταλύτης | οἱ | καταλύται | ||||
γενική | τοῦ | καταλύτου | τῶν | καταλυτῶν | ||||
δοτική | τῷ | καταλύτῃ | τοῖς | καταλύταις | ||||
αιτιατική | τὸν | καταλύτην | τοὺς | καταλύτᾱς | ||||
κλητική ὦ! | καταλύτᾰ | καταλύται | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταλύτᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταλύταιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καταλύτης, -ου αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) που καταλύει κάπου, φιλοξενούμενος, ξένος
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Σύλλας, 25.2 @scaife.perseus
- ἐτέτακτο γὰρ ἑκάστης ἡμέρας τῷ καταλύτῃ τὸν ξένον διδόναι τέσσαρα τετράδραχμα καὶ παρέχειν δεῖπνον αὐτῷ καὶ φίλοις, ὅσους ἂν ἐθέλῃ καλεῖν, ταξίαρχον δὲ πεντήκοντα δραχμὰς λαμβάνειν τῆς ἡμέρας, ἐσθῆτα δὲ ἄλλην μὲν οἰκουρῶν, ἄλλην δὲ εἰς ἀγορὰν προερχόμενος.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Σύλλας, 25.2 @scaife.perseus
- (ελληνιστική κοινή) διαιτητής
- ※ πριν από 234 πκε αιώνας, Επιγραφή από την Στύμφηλο Αρκαδίας. IG V,2 357. στίχος 15 (στίχοι 14-17) @epigraphy.packhum.org
- συνλύτας δὲ
ἑλέσθαι ἑκατέραν τὰν πόλιν τρεῖς καὶ καταλύ[ταν τ]ὸ[ν κατ]αλύοντα τὰς δίκας ἐξ ἁπάντ[ων]
[τῶν πολ]ιτᾶν μὴ νεωτέρων τετρώκοντα ἐτέων [ἐόντω]ν ἕως τοῦ μηνὸς οὗπ[έρ] κα [αἱ]
παρκλήσιες γίγνωνται·
- συνλύτας δὲ
- ※ πριν από 234 πκε αιώνας, Επιγραφή από την Στύμφηλο Αρκαδίας. IG V,2 357. στίχος 20 (στίχοι 19-23) @epigraphy.packhum.org
- [ἐσάγ]ειν δὲ τοὺς συνλύτας κατὰ [τὰς] π[α]ρκλή[σ]ια[ς τὰν] δίκαν καὶ δικάζειν, τὰς δὲ π[όλις]
ἀποστέλλειν τούς τε συνλύτας καὶ [κατ]α[λύταν] καὶ τὸν γροφῆ τὰς γραφθείσας [δίκας]
φέροντας, κατάλυσιν δὲ γίγν[εσθαι πορευομένοις] ἐν τὰς πόλις καθ’ [ὁδ]ὸν̣ τοῖς δικα[στ]α[ῖς],
τ̣οὺς δὲ ἄρχοντας πορεῦσαι διὰ [συ]γγρά[φω]ν καὶ μὴ [δια]λόγω<ι> ποτάγειν τὰς δίκας, γράφ[οντας]
κα[ὶ ὅ]σσας πὸτ τοὺς συνλύτας ἴσχει, ὧνπερ πάρκλησίς ἐστι.
- [ἐσάγ]ειν δὲ τοὺς συνλύτας κατὰ [τὰς] π[α]ρκλή[σ]ια[ς τὰν] δίκαν καὶ δικάζειν, τὰς δὲ π[όλις]
- ※ πριν από 234 πκε αιώνας, Επιγραφή από την Στύμφηλο Αρκαδίας. IG V,2 357. στίχος 15 (στίχοι 14-17) @epigraphy.packhum.org
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- καταλύτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.