Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σήμερα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σήμερ(ον) + κατά το τώρα [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi.me.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σή‐με‐ρα

  Επίρρημα επεξεργασία

σήμερα (χρονικό επίρρημα)

  1. αυτή τη μέρα, τη μέρα που βρίσκεται αυτός που μιλάει
  2. τη σύγχρονη εποχή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σήμερα ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

αντιπροχτές, αντιπροχθές, αντίπροχτες, αντίπροχθες προχθές, προχτές χτες, χθες, εχτές, εχθές σήμερα αύριο μεθαύριο, μεθαύριον αντιμεθαύριο, παραμεθαύριο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία