σήμερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
σήμερα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σήμερ(ον) + -α κατά το τώρα [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsi.me.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σή‐με‐ρα
Επίρρημα επεξεργασία
σήμερα (χρονικό επίρρημα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σήμερα ουδέτερο άκλιτο
- το παρόν
επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
προχθές | χθες | σήμερα | αύριο | μεθαύριο |
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτή τη μέρα, τη μέρα που βρίσκεται αυτός που μιλάει
|
επεξεργασία
- ↑ σήμερα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.