τρεχάμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρεχάμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή επεξεργασία
τρεχάμενος, -η, -ο
- τρέχων, που τρέχει
- ο συνεχώς βιαστικός
- που βρίσκεται σε εξέλιξη (τρεχάμενο ζήτημα)
- που ρέει
- ασταθής κι αμφίβολος (τρεχάμενη ηθική)
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρεχάμενος
|