Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρεχάμενος η τρεχάμενη το τρεχάμενο
      γενική του τρεχάμενου της τρεχάμενης του τρεχάμενου
    αιτιατική τον τρεχάμενο την τρεχάμενη το τρεχάμενο
     κλητική τρεχάμενε τρεχάμενη τρεχάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρεχάμενοι οι τρεχάμενες τα τρεχάμενα
      γενική των τρεχάμενων των τρεχάμενων των τρεχάμενων
    αιτιατική τους τρεχάμενους τις τρεχάμενες τα τρεχάμενα
     κλητική τρεχάμενοι τρεχάμενες τρεχάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρεχάμενος < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

τρεχάμενος, -η, -ο

  1. τρέχων, που τρέχει
    • ο συνεχώς βιαστικός
  2. που βρίσκεται σε εξέλιξη (τρεχάμενο ζήτημα)
  3. που ρέει
  4. ασταθής κι αμφίβολος (τρεχάμενη ηθική)


Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία