παρατρεχάμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρατρεχάμενος < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παρατρέχω < αρχαία ελληνική παρατρέχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρατρεχάμενος αρσενικό (θηλυκό παρατρεχάμενη)
παρατρεχάμενος αρσενικό (θηλυκό παρατρεχάμενη)