τρεχόντων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίατρεχόντων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού ή ουδέτερου γένους του τρέχων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίατρεχόντων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού ή ουδέτερου γένους του τρέχων