Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισχύω < αρχαία ελληνική ἰσχύω

  Ρήμα επεξεργασία

ισχύω (αδόκιμο για έμψυχα)

  1. έχω ισχύ, παρέχω τη δυνατότητα, έχω κύρος, είμαι έγκυρος
    ισχύει η συμφωνία, η συνθήκη, το εισιτήριο, ο νόμος
  2. αληθεύω
    Αυτά που λες δεν ισχύουν, σου είπε ψέματα ο προϊστάμενος

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία