ενισχύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενισχύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνισχύω < ἐν + ἰσχύω < ἰσχύς
Ρήμα
επεξεργασίαενισχύω, αόρ.: ενίσχυσα, παθ.φωνή: ενισχύομαι, π.αόρ.: ενισχύθηκα, μτχ.π.π.: ενισχυμένος
- κάνω κάτι πιο ισχυρό, πιο ανθεκτικό
- (κατ’ επέκταση) μεγαλώνω, αυξάνω
- (μεταφορικά) βοηθώ, στηρίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενισχύω | ενίσχυα | θα ενισχύω | να ενισχύω | ενισχύοντας | |
β' ενικ. | ενισχύεις | ενίσχυες | θα ενισχύεις | να ενισχύεις | ενίσχυε | |
γ' ενικ. | ενισχύει | ενίσχυε | θα ενισχύει | να ενισχύει | ||
α' πληθ. | ενισχύουμε | ενισχύαμε | θα ενισχύουμε | να ενισχύουμε | ||
β' πληθ. | ενισχύετε | ενισχύατε | θα ενισχύετε | να ενισχύετε | ενισχύετε | |
γ' πληθ. | ενισχύουν(ε) | ενίσχυαν ενισχύαν(ε) |
θα ενισχύουν(ε) | να ενισχύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενίσχυσα | θα ενισχύσω | να ενισχύσω | ενισχύσει | ||
β' ενικ. | ενίσχυσες | θα ενισχύσεις | να ενισχύσεις | ενίσχυσε | ||
γ' ενικ. | ενίσχυσε | θα ενισχύσει | να ενισχύσει | |||
α' πληθ. | ενισχύσαμε | θα ενισχύσουμε | να ενισχύσουμε | |||
β' πληθ. | ενισχύσατε | θα ενισχύσετε | να ενισχύσετε | ενισχύστε | ||
γ' πληθ. | ενίσχυσαν ενισχύσαν(ε) |
θα ενισχύσουν(ε) | να ενισχύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενισχύσει | είχα ενισχύσει | θα έχω ενισχύσει | να έχω ενισχύσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενισχύσει | είχες ενισχύσει | θα έχεις ενισχύσει | να έχεις ενισχύσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενισχύσει | είχε ενισχύσει | θα έχει ενισχύσει | να έχει ενισχύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενισχύσει | είχαμε ενισχύσει | θα έχουμε ενισχύσει | να έχουμε ενισχύσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενισχύσει | είχατε ενισχύσει | θα έχετε ενισχύσει | να έχετε ενισχύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενισχύσει | είχαν ενισχύσει | θα έχουν ενισχύσει | να έχουν ενισχύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενισχύομαι | ενισχυόμουν(α) | θα ενισχύομαι | να ενισχύομαι | ενισχυόμενος | |
β' ενικ. | ενισχύεσαι | ενισχυόσουν(α) | θα ενισχύεσαι | να ενισχύεσαι | (ενισχύου) | |
γ' ενικ. | ενισχύεται | ενισχυόταν(ε) | θα ενισχύεται | να ενισχύεται | ||
α' πληθ. | ενισχυόμαστε | ενισχυόμαστε ενισχυόμασταν |
θα ενισχυόμαστε | να ενισχυόμαστε | ||
β' πληθ. | ενισχύεστε | ενισχυόσαστε ενισχυόσασταν |
θα ενισχύεστε | να ενισχύεστε | (ενισχύεστε) | |
γ' πληθ. | ενισχύονται | ενισχύονταν ενισχυόντουσαν |
θα ενισχύονται | να ενισχύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενισχύθηκα | θα ενισχυθώ | να ενισχυθώ | ενισχυθεί | ||
β' ενικ. | ενισχύθηκες | θα ενισχυθείς | να ενισχυθείς | ενισχύσου | ||
γ' ενικ. | ενισχύθηκε | θα ενισχυθεί | να ενισχυθεί | |||
α' πληθ. | ενισχυθήκαμε | θα ενισχυθούμε | να ενισχυθούμε | |||
β' πληθ. | ενισχυθήκατε | θα ενισχυθείτε | να ενισχυθείτε | ενισχυθείτε | ||
γ' πληθ. | ενισχύθηκαν ενισχυθήκαν(ε) |
θα ενισχυθούν(ε) | να ενισχυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενισχυθεί | είχα ενισχυθεί | θα έχω ενισχυθεί | να έχω ενισχυθεί | ενισχυμένος | |
β' ενικ. | έχεις ενισχυθεί | είχες ενισχυθεί | θα έχεις ενισχυθεί | να έχεις ενισχυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενισχυθεί | είχε ενισχυθεί | θα έχει ενισχυθεί | να έχει ενισχυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενισχυθεί | είχαμε ενισχυθεί | θα έχουμε ενισχυθεί | να έχουμε ενισχυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενισχυθεί | είχατε ενισχυθεί | θα έχετε ενισχυθεί | να έχετε ενισχυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενισχυθεί | είχαν ενισχυθεί | θα έχουν ενισχυθεί | να έχουν ενισχυθεί |