Δείτε επίσης: ἰσχυροποιῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.sçi.ɾo.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισχυροποιώ

ισχυροποιώ, αόρ.: ισχυροποίησα, παθ.φωνή: ισχυροποιούμαι, π.αόρ.: ισχυροποιήθηκα, μτχ.π.π.: ισχυροποιημένος

  • κάνω κάτι ισχυρό, ενισχύω
      Οι κινήσεις ισχυροποιούν τη θέση της εταιρίας στην αγορά.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία