Δείτε επίσης: ἰσχυροποιῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισχυροποιώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰσχυροποιῶ, συνηρημένος τύπος του ἰσχυροποιέω. Συγχρονικά αναλύεται σε ισχυρο- + -ποιώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.sçi.ɾo.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σχυ‐ρο‐ποι‐ώ

  Ρήμα επεξεργασία

ισχυροποιώ, αόρ.: ισχυροποίησα, παθ.φωνή: ισχυροποιούμαι, π.αόρ.: ισχυροποιήθηκα, μτχ.π.π.: ισχυροποιημένος

  • κάνω κάτι ισχυρό, ενισχύω
    Οι κινήσεις ισχυροποιούν τη θέση της εταιρίας στην αγορά.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία