ισχυροποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισχυροποιώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰσχυροποιῶ, συνηρημένος τύπος του ἰσχυροποιέω. Συγχρονικά αναλύεται σε ισχυρο- + -ποιώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.sçi.ɾo.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σχυ‐ρο‐ποι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαισχυροποιώ, αόρ.: ισχυροποίησα, παθ.φωνή: ισχυροποιούμαι, π.αόρ.: ισχυροποιήθηκα, μτχ.π.π.: ισχυροποιημένος
- κάνω κάτι ισχυρό, ενισχύω
- ⮡ Οι κινήσεις ισχυροποιούν τη θέση της εταιρίας στην αγορά.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ισχυροποίηση
- → και δείτε τη λέξη ισχυρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισχυροποιώ | ισχυροποιούσα | θα ισχυροποιώ | να ισχυροποιώ | ισχυροποιώντας | |
β' ενικ. | ισχυροποιείς | ισχυροποιούσες | θα ισχυροποιείς | να ισχυροποιείς | ||
γ' ενικ. | ισχυροποιεί | ισχυροποιούσε | θα ισχυροποιεί | να ισχυροποιεί | ||
α' πληθ. | ισχυροποιούμε | ισχυροποιούσαμε | θα ισχυροποιούμε | να ισχυροποιούμε | ||
β' πληθ. | ισχυροποιείτε | ισχυροποιούσατε | θα ισχυροποιείτε | να ισχυροποιείτε | ισχυροποιείτε | |
γ' πληθ. | ισχυροποιούν(ε) | ισχυροποιούσαν(ε) | θα ισχυροποιούν(ε) | να ισχυροποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ισχυροποίησα | θα ισχυροποιήσω | να ισχυροποιήσω | ισχυροποιήσει | ||
β' ενικ. | ισχυροποίησες | θα ισχυροποιήσεις | να ισχυροποιήσεις | ισχυροποίησε | ||
γ' ενικ. | ισχυροποίησε | θα ισχυροποιήσει | να ισχυροποιήσει | |||
α' πληθ. | ισχυροποιήσαμε | θα ισχυροποιήσουμε | να ισχυροποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ισχυροποιήσατε | θα ισχυροποιήσετε | να ισχυροποιήσετε | ισχυροποιήστε | ||
γ' πληθ. | ισχυροποίησαν ισχυροποιήσαν(ε) |
θα ισχυροποιήσουν(ε) | να ισχυροποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ισχυροποιήσει | είχα ισχυροποιήσει | θα έχω ισχυροποιήσει | να έχω ισχυροποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ισχυροποιήσει | είχες ισχυροποιήσει | θα έχεις ισχυροποιήσει | να έχεις ισχυροποιήσει | έχε ισχυροποιημένο | |
γ' ενικ. | έχει ισχυροποιήσει | είχε ισχυροποιήσει | θα έχει ισχυροποιήσει | να έχει ισχυροποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ισχυροποιήσει | είχαμε ισχυροποιήσει | θα έχουμε ισχυροποιήσει | να έχουμε ισχυροποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ισχυροποιήσει | είχατε ισχυροποιήσει | θα έχετε ισχυροποιήσει | να έχετε ισχυροποιήσει | έχετε ισχυροποιημένο | |
γ' πληθ. | έχουν ισχυροποιήσει | είχαν ισχυροποιήσει | θα έχουν ισχυροποιήσει | να έχουν ισχυροποιήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ισχυροποιημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ισχυροποιημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ισχυροποιημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ισχυροποιημένο |
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ισχυροποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ισχυροποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)