Ετυμολογία

επεξεργασία
ισχυροποιούμαι < παθητική φωνή του ισχυροποιώ

ισχυροποιούμαι, στ.μέλλ.: θα ισχυροποιηθώ, αόρ.: ισχυροποιήθηκα, μτχ.π.π.: ισχυροποιημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία