ισχυροποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισχυροποιούμαι < παθητική φωνή του ισχυροποιώ
Ρήμα
επεξεργασίαισχυροποιούμαι, στ.μέλλ.: θα ισχυροποιηθώ, αόρ.: ισχυροποιήθηκα, μτχ.π.π.: ισχυροποιημένος
- γίνομαι πιο ισχυρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισχυροποιούμαι
|