ισχυροποίηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ισχυροποίηση < ελληνιστική κοινή ἰσχυροποίησις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ισχυροποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ισχυροποιώ
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ισχυροποίηση