• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ισχυροποίηση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισχυροποίηση οι ισχυροποιήσεις
      γενική της ισχυροποίησης* των ισχυροποιήσεων
    αιτιατική την ισχυροποίηση τις ισχυροποιήσεις
     κλητική ισχυροποίηση ισχυροποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ισχυροποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ισχυροποίηση < ελληνιστική κοινή ἰσχυροποίησις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ισχυροποίηση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ισχυροποιώ

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • ενδυνάμωση
  • ενίσχυση
  • σταθεροποίηση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ισχυροποίηση
  • αγγλικά : reinforcement (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ισχυροποίηση&oldid=5478946"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 17:23
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 17:23.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie