Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισχυροποίηση οι ισχυροποιήσεις
      γενική της ισχυροποίησης* των ισχυροποιήσεων
    αιτιατική την ισχυροποίηση τις ισχυροποιήσεις
     κλητική ισχυροποίηση ισχυροποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ισχυροποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισχυροποίηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰσχυροποίη(σις). Μορφολογικά αναλύεται σε ισχυρο- + -ποίηση.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.sçi.ɾoˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σχυ‐ρο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισχυροποίηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία