Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδυναμώνω < ελληνιστική κοινή ἐνδυναμόω / ἐνδυναμῶ < ἐν + δυναμόω / δυναμῶ < αρχαία ελληνική δύναμις

ενδυναμώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

|}