ενδυναμώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδυναμώνω < ελληνιστική κοινή ἐνδυναμόω / ἐνδυναμῶ < ἐν + δυναμόω / δυναμῶ < αρχαία ελληνική δύναμις
Ρήμα
επεξεργασίαενδυναμώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- ενδυνάμωση
- ενδυναμωτής
- ενδυναμωτικός
- ενδυναμώτρια
- → δείτε τις λέξεις δυναμώνω και δύναμη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενδυναμώνω | ενδυνάμωνα | θα ενδυναμώνω | να ενδυναμώνω | ενδυναμώνοντας | |
β' ενικ. | ενδυναμώνεις | ενδυνάμωνες | θα ενδυναμώνεις | να ενδυναμώνεις | ενδυνάμωνε | |
γ' ενικ. | ενδυναμώνει | ενδυνάμωνε | θα ενδυναμώνει | να ενδυναμώνει | ||
α' πληθ. | ενδυναμώνουμε | ενδυναμώναμε | θα ενδυναμώνουμε | να ενδυναμώνουμε | ||
β' πληθ. | ενδυναμώνετε | ενδυναμώνατε | θα ενδυναμώνετε | να ενδυναμώνετε | ενδυναμώνετε | |
γ' πληθ. | ενδυναμώνουν(ε) | ενδυνάμωναν ενδυναμώναν(ε) |
θα ενδυναμώνουν(ε) | να ενδυναμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενδυνάμωσα | θα ενδυναμώσω | να ενδυναμώσω | ενδυναμώσει | ||
β' ενικ. | ενδυνάμωσες | θα ενδυναμώσεις | να ενδυναμώσεις | ενδυνάμωσε | ||
γ' ενικ. | ενδυνάμωσε | θα ενδυναμώσει | να ενδυναμώσει | |||
α' πληθ. | ενδυναμώσαμε | θα ενδυναμώσουμε | να ενδυναμώσουμε | |||
β' πληθ. | ενδυναμώσατε | θα ενδυναμώσετε | να ενδυναμώσετε | ενδυναμώστε | ||
γ' πληθ. | ενδυνάμωσαν ενδυναμώσαν(ε) |
θα ενδυναμώσουν(ε) | να ενδυναμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενδυναμώσει | είχα ενδυναμώσει | θα έχω ενδυναμώσει | να έχω ενδυναμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενδυναμώσει | είχες ενδυναμώσει | θα έχεις ενδυναμώσει | να έχεις ενδυναμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενδυναμώσει | είχε ενδυναμώσει | θα έχει ενδυναμώσει | να έχει ενδυναμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενδυναμώσει | είχαμε ενδυναμώσει | θα έχουμε ενδυναμώσει | να έχουμε ενδυναμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενδυναμώσει | είχατε ενδυναμώσει | θα έχετε ενδυναμώσει | να έχετε ενδυναμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενδυναμώσει | είχαν ενδυναμώσει | θα έχουν ενδυναμώσει | να έχουν ενδυναμώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία|}