συνηρημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνηρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συναιρώ, (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνῃρημένος (ελαττωμένος) του συναιρέω / συναιρῶ.
- για τον όρο της γραμματικής: (σημασιολογικό δάνειο) νεολατινική contractus, μετοχής του contrahō όπως στην έκφραση verba contracta (συνηρημένα ρήματα)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.ni.ɾiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νη‐ρη‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐η‐ρη‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίασυνηρημένος, -η, -ο
- που έχει προκύψει από συναίρεση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ συνηρημένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας