contracté
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contracté | contractés |
θηλυκό | contractée | contractées |
Επίθετο επεξεργασία
contracté (fr)
- συρρικνωμένος
- συντετμημένος
- articles contractés: au, du
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη contracter