πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναίρεση οι συναιρέσεις
      γενική της συναίρεσης* των συναιρέσεων
    αιτιατική τη συναίρεση τις συναιρέσεις
     κλητική συναίρεση συναιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siˈne.ɾe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συναίρεση
παλιότερος συλλαβισμός: συναίρεση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία