ακούεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακούεις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀκούεις < ἀκούω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈku.is/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κού‐εις
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ακούεις
- (ιδιωματικό, σπάνιο) ασυναίρετη μορφή του ακούς: β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ακούω