↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γειτονικός η γειτονική το γειτονικό
      γενική του γειτονικού της γειτονικής του γειτονικού
    αιτιατική τον γειτονικό τη γειτονική το γειτονικό
     κλητική γειτονικέ γειτονική γειτονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γειτονικοί οι γειτονικές τα γειτονικά
      γενική των γειτονικών των γειτονικών των γειτονικών
    αιτιατική τους γειτονικούς τις γειτονικές τα γειτονικά
     κλητική γειτονικοί γειτονικές γειτονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γειτονικός < γείτον(ας) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝi.to.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γει‐το‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

γειτονικός, -ή, -ό

  1. που βρίσκεται κοντά σε κάποιον ή κάτι άλλο
    ⮡  το γειτονικό σπίτι, το γειτονικό χωριό
  2. που έχει κοινά χερσαία ή θαλάσσια σύνορα
    ⮡  ο γειτονικός δήμος, η γειτονική χώρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία