σύνορο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύνορο | τα | σύνορα |
γενική | του | συνόρου & σύνορου |
των | συνόρων |
αιτιατική | το | σύνορο | τα | σύνορα |
κλητική | σύνορο | σύνορα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύνορο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σύνορον ουσιαστικοποιημένο επίθετο < αρχαία ελληνική σύνορος [1] < σύν + αρχαία ελληνική ὅρος
- για τη μεταφορική σημασία: < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική frontière [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsi.no.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐νο‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύνορο ουδέτερο
- φράχτης, άλλο διαχωριστικό ή νοητή γραμμή που χωρίζει δύο κτήματα, ιδιοκτησίες ή διοικητικές οντότητες μεταξύ τους
- (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) κάτι που θέτει όρια, που περιορίζει
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις συν και όρος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΛέξεις με ασυνορ- ή συνορ με διαφορετική ετυμολογία και διαφορετικές σημασίες είτε από το σύνορο, είτε όπως το συνορίζομαι (συνερίζομαι) [3]
σημασία σύνορο |
σημασία συνερίζομαι < ερίζω |
ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ : |
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Σύνορα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύνορο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σύνορο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Όροι με ασυνορι-, συνορ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Πηγές
επεξεργασία- σύνορο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)