πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύνορο τα σύνορα
      γενική του συνόρου
& σύνορου
των συνόρων
    αιτιατική το σύνορο τα σύνορα
     κλητική σύνορο σύνορα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύνορο ουδέτερο

  1. φράχτης, άλλο διαχωριστικό ή νοητή γραμμή που χωρίζει δύο κτήματα, ιδιοκτησίες ή διοικητικές οντότητες μεταξύ τους
     συνώνυμα: όριο
  2. (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) κάτι που θέτει όρια, που περιορίζει

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. σύνορο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Όροι με ασυνορι-, συνορ-  Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
  • σύνορο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)