ασύνορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασύνορος | η | ασύνορη | το | ασύνορο |
γενική | του | ασύνορου | της | ασύνορης | του | ασύνορου |
αιτιατική | τον | ασύνορο | την | ασύνορη | το | ασύνορο |
κλητική | ασύνορε | ασύνορη | ασύνορο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασύνοροι | οι | ασύνορες | τα | ασύνορα |
γενική | των | ασύνορων | των | ασύνορων | των | ασύνορων |
αιτιατική | τους | ασύνορους | τις | ασύνορες | τα | ασύνορα |
κλητική | ασύνοροι | ασύνορες | ασύνορα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈsi.no.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σύ‐νο‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαασύνορος, -η, -ο
- ο χωρίς σύνορα
- ※ Μόνο ελεύθερες και ομότιμες πατρίδες μπορούν να σταθούν αδερφές πάνω από τις προκαταλήψεις και να οδηγήσουν σε μια ασύνορη γη ειρήνης και ευτυχίας
- Κώστας Ε Φωτιάδης, Η Μικρασιατική καταστροφή: Αφηγήσεις-μελετήματα-ντοκουμέντα, 2008, σελ. 796
- ※ Μόνο ελεύθερες και ομότιμες πατρίδες μπορούν να σταθούν αδερφές πάνω από τις προκαταλήψεις και να οδηγήσουν σε μια ασύνορη γη ειρήνης και ευτυχίας
- o χωρίς όρια, υπερβολικός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΛέξεις με ασυνορ- με διαφορετικές ετυμολογίες και σημασίες: → δείτε σχόλιο στο σύνορο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασύνορος
|
Πηγές
επεξεργασία- ασύνορος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασύνορος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)